κυτταρολυτικός

κυτταρολυτικός
-ή, -ό
αυτός που έχει την ιδιότητα να επιφέρει κυτταρόλυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cytolytic < cyto- (βλ. κυτταρο-) + -lytic < -λυτικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”